κηρίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κηρίο τα κηρία
      γενική του κηρίου των κηρίων
    αιτιατική το κηρίο τα κηρία
     κλητική κηρίο κηρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηρίο < υποκοριστικό του κηρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κηρίο ουδέτερο

  1. κερί
  2. (φυσική) μονάδα φωτεινής ροής
  3. (ιατρική) μολυσματικό κηρίο: βακτηριδιακή μόλυνση του δέρματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]