κηφήνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηφήνας | οι | κηφήνες |
γενική | του | κηφήνα | των | κηφήνων |
αιτιατική | τον | κηφήνα | τους | κηφήνες |
κλητική | κηφήνα | κηφήνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηφήνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηφήν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈfi.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐φή‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηφήνας αρσενικό
- (έντομο) η αρσενική μέλισσα που χρησιμοποιείται και χρησιμεύει μόνον για την αναπαραγωγή (γονιμοποίηση της βασίλισσας)
- (μεταφορικά) κάθε τεμπέλης άνθρωπος που ζει εις βάρος των άλλων, παρασιτικά
- ※ Τ α σ ά κ ο ς: –Συνειδητοποίησα πώς, ὅπως ὄλοι οἱ διανοούμενοι, δέν εἶμαι παρά ἕνας φανταχτερός κηφήνας τῆς κοινωνίας∙ καί σέβομαι ἀπολύτως τόν μπακάλη πού μοῦ δίνει τό ψωμοτύρι μου καί πληρώνεται μέ μουνζτουρωμένο χαρτί τῆς κακιᾶς ὥρας.
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος, 1956 [μυθιστόρημα]
- ※ Τ α σ ά κ ο ς: –Συνειδητοποίησα πώς, ὅπως ὄλοι οἱ διανοούμενοι, δέν εἶμαι παρά ἕνας φανταχτερός κηφήνας τῆς κοινωνίας∙ καί σέβομαι ἀπολύτως τόν μπακάλη πού μοῦ δίνει τό ψωμοτύρι μου καί πληρώνεται μέ μουνζτουρωμένο χαρτί τῆς κακιᾶς ὥρας.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)