κικιρίκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κικιρίκου: (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
κικιρίκου
- (φωνή ζώου) η κραυγή του κόκορα
- ※ Η Άννα διαβάζει. Διαβάζει στο γράμμα της: «Βασιλέας δεν είμαι, κορόνα φορώ. Ρολόγι δεν έχω, τις ώρες μετρώ. Τι είναι;» Τα παιδιά απαντούν: —Κικιρίκου, ο κόκορας.
- Ι.Κ. Γιαννέλης - Γ.Κ. Σακκάς, Αλφαβητάριο, εικονογράφηση: Κώστας Γραμματόπουλος (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 41964), σ. 112.
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
- κικιρίκο (σπάνιο)
- κοκορίκο
- κουκουρίκου