κινούμενη άμμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κινούμενη άμμος θηλυκό
- υγρή άμμος μέσα στην οποία βυθίζεται εύκολα οτιδήποτε βρεθεί στην επιφάνειά της