κιτσαριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιτσαριό < κιτς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιτσαριό άκλιτο

→ δείτε τη λέξη κιτς

Επίθετο[επεξεργασία]

κιτσαριό άκλιτο

→ δείτε τη λέξη κιτς