κλάπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάπα οι κλάπες
      γενική της κλάπας των (κλαπών)
    αιτιατική την κλάπα τις κλάπες
     κλητική κλάπα κλάπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλάπα < γερμανική Klappe

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλάπα θηλυκό

  • μεντεσές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]