κλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)
Ρήμα 1[επεξεργασία]
κλάω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συνηρημένο: κλῶ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρήμα 2[επεξεργασία]
κλάω
- αττικός τύπος του κλαίω
Πηγές[επεξεργασία]
- κλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012