κλέβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλέβομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλέβω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkle.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλέ‐βο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κλέβομαι, π.αόρ.: κλέφτηκα, μτχ.π.π.: κλεμμένος, (ενεργ.: κλέβω)
- → δείτε τις σημασίες του κλέβω
- (για ερωτικό ζευγάρι) ερωτευμένοι που φεύγουν από το σπίτι τους για να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών τους
- ↪ αγαπηθήκανε και κλεφτήκανε γιατί οι δικοί τους δεν την ήθελαν καθόλου αυτή τη σχέση
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλέβω