κλέβομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλέβομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλέβω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλέ‐βο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

κλέβομαι, π.αόρ.: κλέφτηκα, μτχ.π.π.: κλεμμένος, (ενεργ.: κλέβω)

  1. → δείτε τις σημασίες του κλέβω
  2. (για ερωτικό ζευγάρι) ερωτευμένοι που φεύγουν από το σπίτι τους για να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών τους
    αγαπηθήκανε και κλεφτήκανε γιατί οι δικοί τους δεν την ήθελαν καθόλου αυτή τη σχέση

Κλίση[επεξεργασία]