κλήτευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλήτευση οι κλητεύσεις
      γενική της κλήτευσης* των κλητεύσεων
    αιτιατική την κλήτευση τις κλητεύσεις
     κλητική κλήτευση κλητεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλητεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλήτευση < κλήτευσις < κλητεύω + -σις < κλητός < καλώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλήτευση θηλυκό

  • η επίσημη πρόσκληση κάποιου ως μάρτυρα ή διαδίκου στο δικαστήριο ή σε επιτροπή
    Η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων των προηγούμενων παραγράφων αρχίζει με τη βεβαίωση της παράβασης από το όργανο που τη διαπιστώνει, το οποίο συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία κοινοποιείται μαζί με έγραφη κλήτευση προς τον παραβάτη να υποβάλει τις απόψεις του μέσα σε 5 ημέρες από την κοινοποίηση της κλήτευσης. (Νόμος 1650)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]