κλακάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλακάζ ουδέτερο άκλιτο
- παθαίνω κλακάζ: « παθαίνω την πλάκα μου », αποσβολώνομαι, « τρελαίνομαι », « τα χάνω »