κλείδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλείδα οι κλείδες
      γενική της κλείδας των κλειδών
    αιτιατική την κλείδα τις κλείδες
     κλητική κλείδα κλείδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλείδα < αρχαία ελληνική κλείς
Οι δύο κλείδες με κόκκινο χρώμα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλείδα θηλυκό

  1. κλειδί, μέθοδος
  2. (ανατομία) το καθένα από τα δύο επιμήκη οστά του άνω τμήματος του θώρακα που ενώνουν τις ωμοπλάτες με το στέρνο
    Η κλείδα έχει δύο άκρα· το ένα είναι κυκλικό και την ενώνει με το στέρνο και το άλλο λέγεται ακρωμιακό και είναι πεπλατυσμένο. Η πάνω επιφάνεια είναι λεία και έχει ένα φύμα με το οποίο συνδέεται ο κλειδοστερνικός σύνδεσμος.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]