κληρονομήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κληρονομήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κληρονομώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κληρονομώ
  3. θα κληρονομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κληρονομώ