κλιμακωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιμακωτός < αρχαία ελληνική κλιμακωτός
Επίθετο[επεξεργασία]
κλιμακωτός, -ός, -ή
- που είναι κατασκευασμένος με βαθμίδες
- που η έντασή του ή η ποσότητά του αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία
- κλιμακωτό σχήμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιμακωτός < κλῖμαξ
Επίθετο[επεξεργασία]
κλιμακωτός, -ή, -όν
- φτιαγμένος με βαθμίδες, όπως μιας σκάλας
- κλιμακωτή πρόσβασις
- (ρητορική) κλιμακωτόν σχῆμα: σχήμα του λόγου κατά το οποίο η ένταση ή η ποσότητα αυξάνεται ή μειώνεται βαθμιαία