κλοπιμαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλοπιμαίος η κλοπιμαία το κλοπιμαίο
      γενική του κλοπιμαίου της κλοπιμαίας του κλοπιμαίου
    αιτιατική τον κλοπιμαίο την κλοπιμαία το κλοπιμαίο
     κλητική κλοπιμαίε κλοπιμαία κλοπιμαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλοπιμαίοι οι κλοπιμαίες τα κλοπιμαία
      γενική των κλοπιμαίων των κλοπιμαίων των κλοπιμαίων
    αιτιατική τους κλοπιμαίους τις κλοπιμαίες τα κλοπιμαία
     κλητική κλοπιμαίοι κλοπιμαίες κλοπιμαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλοπιμαίος < ελληνιστική κοινή κλοπιμαῖος < κλόπιμος < αρχαία ελληνική κλοπή < κλέπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klo.piˈme.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλο‐πι‐μαί‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

κλοπιμαίος

  1. που έχει σχέση με κλοπή ή προέρχεται από κλοπή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κλοπιμαία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]