κλωστοϋφαντουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλωστοϋφαντουργικός η κλωστοϋφαντουργική το κλωστοϋφαντουργικό
      γενική του κλωστοϋφαντουργικού της κλωστοϋφαντουργικής του κλωστοϋφαντουργικού
    αιτιατική τον κλωστοϋφαντουργικό την κλωστοϋφαντουργική το κλωστοϋφαντουργικό
     κλητική κλωστοϋφαντουργικέ κλωστοϋφαντουργική κλωστοϋφαντουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλωστοϋφαντουργικοί οι κλωστοϋφαντουργικές τα κλωστοϋφαντουργικά
      γενική των κλωστοϋφαντουργικών των κλωστοϋφαντουργικών των κλωστοϋφαντουργικών
    αιτιατική τους κλωστοϋφαντουργικούς τις κλωστοϋφαντουργικές τα κλωστοϋφαντουργικά
     κλητική κλωστοϋφαντουργικοί κλωστοϋφαντουργικές κλωστοϋφαντουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλωστοϋφαντουργικός < κλωστοϋφαντουργός / κλωστοϋφαντουργία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κλωστοϋφαντουργικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]