κοιμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιμιστικός < κοιμίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
κοιμιστικός, -ή, -ό
- άνοιξε το παράθυρο να αερίσεις, αυτό το φυτό έχει μια πολύ κοιμιστική μυρωδιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιμιστικός