κοινοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινοποιώ < ελληνιστική κοινή κοινοποιέω / κοινοποιῶ < αρχαία ελληνική κοινός + ποιέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.no.piˈo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κοινοποιώ (παθητική φωνή: κοινοποιούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]