κοινωνιολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνιολογικός η κοινωνιολογική το κοινωνιολογικό
      γενική του κοινωνιολογικού της κοινωνιολογικής του κοινωνιολογικού
    αιτιατική τον κοινωνιολογικό την κοινωνιολογική το κοινωνιολογικό
     κλητική κοινωνιολογικέ κοινωνιολογική κοινωνιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνιολογικοί οι κοινωνιολογικές τα κοινωνιολογικά
      γενική των κοινωνιολογικών των κοινωνιολογικών των κοινωνιολογικών
    αιτιατική τους κοινωνιολογικούς τις κοινωνιολογικές τα κοινωνιολογικά
     κλητική κοινωνιολογικοί κοινωνιολογικές κοινωνιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινωνιολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κοινωνιολογικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]