κοινότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινότητα οι κοινότητες
      γενική της κοινότητας των κοινοτήτων
    αιτιατική την κοινότητα τις κοινότητες
     κλητική κοινότητα κοινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινότητα < αρχαία ελληνική κοινότης, από την αιτιατική την κοινότητα < κοινός
για τη διοικητική υποδιαίρεση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική communauté [1]
για την εκπαίδευση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commune

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ciˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοινότητα θηλυκό

  1. ομάδα ζώντων οργανισμών, ανθρώπων, φυτών ή ζώων που ζουν / συνυπάρχουν σε ένα κοινό περιβάλλον
  2. μικρή διοικητική υποδιαίρεση
  3. ομάδα μαθητών ή καθηγητών σε σχολή ή σχολείο
    η εκπαιδευτική κοινότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]