κοκάλινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκάλινος < κόκαλο
Επίθετο[επεξεργασία]
κοκάλινος -η -ο
- που είναι κατασκευασμένος από κόκαλο
- γυαλιά με κοκάλινο σκελετό