κοκαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκαλάκι τα κοκαλάκια
      γενική
    αιτιατική το κοκαλάκι τα κοκαλάκια
     κλητική κοκαλάκι κοκαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαλλιά πιασμένα με κοκαλάκι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκαλάκι < κόκαλ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.kaˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κα‐λά‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκαλάκι ουδέτερο

  1. μικρό κόκαλο, μικρό οστό
  2. (χωρίς υποκοριστική σημασία, κομμωτική) διακοσμητικό τσιμπίδι που στερεώνει τα μαλλιά (παλιότερα από κόκαλο)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κόκαλο