κοκκινάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοκκινάδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκινάδι τα κοκκινάδια
      γενική του κοκκιναδιού των κοκκιναδιών
    αιτιατική το κοκκινάδι τα κοκκινάδια
     κλητική κοκκινάδι κοκκινάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκινάδι < μεσαιωνική ελληνική κοκκινάδι / κοκκινάδιον < ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκινάδι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) κόκκινο χρώμα, κοκκινιά
  2. (παρωχημένο) κραγιόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]