κοκομπλόκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκομπλόκο < αγγλική cock-block

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκομπλόκο ουδέτερο άκλιτο

  • κατάσταση απόλυτης σύγχυσης
    Έχω μπερδευτεί τελείως. Έπαθα κοκομπλόκο!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

μπέρδεμα, σύγχυση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]