κολάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολάζω < αρχαία ελληνική κόλος

Ρήμα[επεξεργασία]

κολάζω (μεσοπαθητικό κολάζομαι)

  1. φέρνω κάποιον κοντά στον πειρασμό
     συνώνυμα: σκανδαλίζω
  2. μειώνω, περιορίζω, μετριάζω
  3. επιτιμώ, ψέγω, δεν θεωρώ κάτι σωστό
  4. επιβάλλω σε κάποιον ποινή, τιμωρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]