κολαούζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολαούζος οι κολαούζοι
      γενική του κολαούζου των κολαούζων
    αιτιατική τον κολαούζο τους κολαούζους
     κλητική κολαούζε κολαούζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολαούζος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kılavuz (με τροπή φωνημάτων) + -ος[1] < οθωμανική τουρκική قلاغوز (kılağuz) < παλαιά τουρκική της Ανατολίας قلاغوز (qulağuz / qulavuz)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.laˈu.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λα‐ού‐ζος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολαούζος αρσενικό

  1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει το δρόμο προς έναν τόπο, ο οδηγός σε πορεία
    ※  Αν δεν το ξέρει ο καπετάνιος καλά το πέρασμα, δεν μπορεί να περάσει χωρίς κολαούζο. (Στρατής Δούκας Τα Μοσκονήσια, η χαμένη μου πατρίδα [διήγημα])
  2. (μεταφορικά) ο φορτικός άνθρωπος, που προσκολλάται δίπλα σε κάποιον και του κάνει τα θελήματα
  3. ο σπειροτόμος ή ο ελικοτόμος, εργαλείο διάνοιξης εσωτερικού σπειρώματος (αρσενικό)

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]