κολλαγόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλαγόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολλαγόνο ουδέτερο
- ινώδης πρωτεΐνη του εξωκυττάριου χώρου που προσδίδει εκτατική ισχύ στους ιστούς