κολλεκτέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολλεκτέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική collecteur < λατινική collector < colligo < con- + lego
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολλεκτέρ ουδέτερο άκλιτο
- διακόπτης ή συσκευή / μηχανισμός που συμβάλλει στη συλλογή ή διοχέτευση ύδατος, αερίου κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολλεκτέρ
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)