κολυμβήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολυμβήτρια < κολυμβητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολυμβήτρια θηλυκό
- θηλυκό του κολυμβητής
κολυμβήτρια θηλυκό