κολόμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολόμπα οι κολόμπες
      γενική της κολόμπας των κολόμπων
    αιτιατική την κολόμπα τις κολόμπες
     κλητική κολόμπα κολόμπες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική columbus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολόμπα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η στήλη ιστού των ιστιοφόρων πλοίων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. ιδιωματικό (Κέρκυρα) το κομμένο δέντρο με τη ρίζα του (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. (γαστρονομία) πασχαλινό τσουρέκι σε μορφή φραντζόλας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]