κολόμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολόμπα | οι | κολόμπες |
γενική | της | κολόμπας | των | κολόμπων |
αιτιατική | την | κολόμπα | τις | κολόμπες |
κλητική | κολόμπα | κολόμπες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική columbus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολόμπα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η στήλη ιστού των ιστιοφόρων πλοίων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ιδιωματικό (Κέρκυρα) το κομμένο δέντρο με τη ρίζα του (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (γαστρονομία) πασχαλινό τσουρέκι σε μορφή φραντζόλας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυτικός όρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)