κομητεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομητεία οι κομητείες
      γενική της κομητείας των κομητειών
    αιτιατική την κομητεία τις κομητείες
     κλητική κομητεία κομητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομητεία < κόμη(ς) + -τεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομητεία θηλυκό

  1. (ιστορία) περιοχή, στην οποία ασκούσε εξουσία ένας κόμης
  2. διοικητική υποδιαίρεση σε σύγχρονες χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]