κομματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κομματάκι | τα | κομματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κομματάκι | τα | κομματάκια |
κλητική | κομματάκι | κομματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομματάκι < κομμάτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κομματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κομμάτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τον κάνω κομματάκια: → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
Επίρρημα[επεξεργασία]
κομματάκι
- (μεταφορικά) λίγο ή κάπως
- μου φαίνεται κομματάκι σκληρό αυτό το κρέας
- είσαι κομματάκι περίεργος ώρες ώρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομμάτι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)