κομματιαστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομματιαστά < κομματιαστός + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ma.tçaˈsta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐μα‐τια‐στά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κομματιαστά
- με κομματιαστό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομματιαστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κομματιαστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κομματιαστός