κονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κωνία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονία οι κονίες
      γενική της κονίας των κονιών
    αιτιατική την κονία τις κονίες
     κλητική κονία κονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόνις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονία θηλυκό

  1. εύπλαστο μείγμα που αποτελείται από υγρά υλικά και υλικά σε μορφή σκόνης, το οποίο σκληραίνει όταν πήζει, και χρησιμοποιείται κυρίως για τη σύνδεση στερεών οικοδομικών υλικών
  2. (παρωχημένο) αλισίβα για πλύσιμο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]