κονιορτοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονιορτοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος κονιορτοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κονιορτοποιούμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]