κονσέρβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσέρβα θηλυκό
- να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
- τρόπος διατήρησης τροφίμων με τη συσκευασία τους σε μεταλλικό στεγανό δοχείο, την αποστείρωσή τους και ενίοτε την προσθήκη συντηρητικών ουσιών
- τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα