κονσερβοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονσερβοποιείο < κονσέρβ(α) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσερβοποιείο ουδέτερο
- εργαστήριο παραγωγής κονσερβών με διατηρημένα προϊόντα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονσερβοποιείο
|