κονσερβοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονσερβοποιώ < κονσέρβα + -ο- + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

κονσερβοποιώ (παθητική φωνή: κονσερβοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]