κονστρουκτιβισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονστρουκτιβισμός οι κονστρουκτιβισμοί
      γενική του κονστρουκτιβισμού των κονστρουκτιβισμών
    αιτιατική τον κονστρουκτιβισμό τους κονστρουκτιβισμούς
     κλητική κονστρουκτιβισμέ κονστρουκτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πόστερ του El Lissitzky με τίτλο «Клином красным бей белых!, 1919

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονστρουκτιβισμός < γαλλική constructivisme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονστρουκτιβισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]