κονσόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονσόλα | οι | κονσόλες |
γενική | της | κονσόλας | των | κονσολών |
αιτιατική | την | κονσόλα | τις | κονσόλες |
κλητική | κονσόλα | κονσόλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσόλα θηλυκό
- τραπέζι με δύο πόδια, που από την άλλη πλευρά του στηρίζεται σε τοίχο (ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια)
- μηχανή που παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, παιχνιδοκονσόλα
- (τεχνολογία) πίνακας οργάνων για τον έλεγχο ηλεκτρονικού ή μηχανολογικού εξοπλισμού
- (πληροφορική) το τερματικό (οθόνη και πληκτρολόγιο) που απεικονίζει μόνο κείμενο και χρησιμοποιείται για τον κεντρικό έλεγχο του υπολογιστή
- δείτε επίσης: διεπαφή γραμμής εντολής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κονσόλα στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)