κονταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονταίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κονταίνω

  1. (μεταβατικό) μειώνω το ύψος ενός πράγματος
    πρέπει να κοντύνεις λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού σου
  2. (αμετάβατο) χάνω ύψος, γίνομαι πιο κοντός


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]