κοπελιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπελιά οι κοπελιές
      γενική της κοπελιάς των κοπελιών
    αιτιατική την κοπελιά τις κοπελιές
     κλητική κοπελιά κοπελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπελιά < κοπέλ(ι) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπελιά θηλυκό

  1. η κοπέλα
  2. προσφώνηση σε άτομα του γυναικείου φύλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]