κοπροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπροφαγία < κοπροφάγος, μορφολογικά αναλύεται κόπρ(ων) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπροφαγία θηλυκό
- η βρώση κοπράνων
- Μερικά είδη ζώων, κυρίως έντομα (σκαθάρια, μύγες, κατσαρίδες κ.λ.π.), αρέσκονται στην κοπροφαγία. Άλλα είδη (σκυλιά, κουνέλια, άλογα κ.α.) επιδίδονται σε αυτήν μόνο περιστασιακά.
- (ψυχιατρική) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων επιδίδεται στη βρώση κοπράνων.
- Αρκετές φορές η κοπροφαγία μπορεί να αποτελεί ένα είδος σεξουαλικής διαστροφής.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπροφαγία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)