κοπρόσκυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπρόσκυλο τα κοπρόσκυλα
      γενική του κοπρόσκυλου των κοπρόσκυλων
    αιτιατική το κοπρόσκυλο τα κοπρόσκυλα
     κλητική κοπρόσκυλο κοπρόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπρόσκυλο < κοπρό- + σκυλ(ί) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈpɾo.sci.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πρό‐σκυ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπρόσκυλο ουδέτερο

  1. σκύλος αδέσποτος και χωρίς συγκεκριμένη ράτσα
     συνώνυμα: κοπρίτης
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος τεμπέλης, αργόσχολος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κόπρος και σκύλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]