κορύφωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορύφωση οι κορυφώσεις
      γενική της κορύφωσης* των κορυφώσεων
    αιτιατική την κορύφωση τις κορυφώσεις
     κλητική κορύφωση κορυφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κορυφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορύφωση< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κορύφω(σις) + -ση < κορυφόω / κορυφῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈɾi.fo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρύ‐φω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορύφωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορυφώνω, η άφιξη στο κορυφαίο σημείο μιας σειράς γεγονότων, μιας ενέργειας κλπ.
    η αποψινή συναυλία ήταν η κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων
    η κορύφωση του ερωτικού πάθους
  2. (ειδικότερα) το εντονότερο σημείο ενός έργου τέχνης, συνήθως κοντά στην χρυσή τομή του χρόνου του
    η Ωδή στην Χαρά εκκινεί την κλιμάκωση που φθάνει στην κορύφωση της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κορυφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]