κοσμοφθόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κοσμοφθόρος | τὸ κοσμοφθόρον | οἱ, αἱ κοσμοφθόροι | τὰ κοσμοφθόρα |
Γενική | τοῦ, τῆς κοσμοφθόρου | τοῦ κοσμοφθόρου | τῶν κοσμοφθόρων | τῶν κοσμοφθόρων |
Δοτική | τῷ, τῇ κοσμοφθόρῳ | τῷ κοσμοφθόρῳ | τοῖς, ταῖς κοσμοφθόροις | τοῖς κοσμοφθόροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κοσμοφθόρον | τὸ κοσμοφθόρον | τοὺς, τὰς κοσμοφθόρους | τὰ κοσμοφθόρα |
Κλητική | κοσμοφθόρε | κοσμοφθόρον | κοσμοφθόροι | κοσμοφθόρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κοσμοφθόρω | |||
Γενική-Δοτική | κοσμοφθόροιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμοφθόρος, -ος, -ον