κοτζάμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοτζάμ άκλιτο
- τόσο μεγάλος, ολόκληρος (για να δηλωθεί έμφαση ή αντίθεση μεταξύ της μεγάλης ηλικίας ή μεγέθους και των πράξεων κάποιου ή της κατάστασης στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι)
- ↪ κοτζάμ άντρας και κάνει τέτοιες χαζομάρες
- ↪ κοίτα την, έγινε κιόλας κοτζάμ κοπέλα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Κοτζαμάνης (επώνυμο)