κοτολέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοτολέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cotoletta < γαλλική côtelette [1] < λατινική costa (πλευρό, παΐδι) [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.toˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐το‐λέ‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοτολέτα θηλυκό
- (τρόφιμο) αρνίσιο ή χοιρινό πλευρό
- (μαγειρική) μπριζόλα πασπαλισμένη με κάποιο υλικό, συνήθως φρυγανιά και αυγό, ψητή ή τηγανισμένη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κοτολέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Μαγειρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)