κουίντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουίντα | οι | κουίντες |
γενική | της | κουίντας | των | κουιντών |
αιτιατική | την | κουίντα | τις | κουίντες |
κλητική | κουίντα | κουίντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουίντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική quinta, θηλυκό του quinto < λατινική quintus < quinque < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pénkʷe
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουίντα θηλυκό
- (θέατρο) πλάγιο παραπέτασμα στη σκηνή του θεάτρου, που κρύβει τη θέα προς τα παρασκήνια και από το οποίο εξυπηρετείται η είσοδος από τα παρασκήνια προς τη σκηνή και το αντίθετο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)