κουκούτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκούτσι τα κουκούτσια
      γενική του κουκουτσιού των κουκουτσιών
    αιτιατική το κουκούτσι τα κουκούτσια
     κλητική κουκούτσι κουκούτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουκούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκούτσι(ν) < ιταλική cucuzza (κολοκύθι) (από τους σπόρους της κολοκυθιάς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουκούτσι ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]