κουλαντρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλαντρίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική kullandı < αόριστος του kullanmak (οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

κουλαντρίζω

  1. (προφορικό, λαϊκότροπο) κουμαντάρω, κάνω κουμάντο, χειρίζομαι με επιδέξιο τρόπο
    κουλαντρίζω τα οικονομικά μου
  2. (προφορικό, λαϊκότροπο) (μεταφορικά) πειράζω, προκαλώ κάποιον με πειράγματα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]